-
1 διάγραμμα
[диаграмма] ουσ. о. чертёж, план, диаграмма,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διάγραμμα
-
2 диаграмма
το διάγραμμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > диаграмма
-
3 схема
1. (графическое изображение, чертёж) το σχέδιο, το σχεδιάγραμμα, το σχήμα 2. (со-вокупность элементов и цепей связи) το κύκλωμα 3. (изображение, образ действия, последовательность событий) το διάγραμμα, το σχήμα, το σχεδιάγραμμα, το πρόγραμμα, το σχέδιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > схема
-
4 диаграмма
-
5 очертание
очертани||ес1. τό περίγραμμα, ἡ γραμμή:\очертаниея берега ἡ γραμμή τής ἀκτής·2. перен τό διάγραμμα:\очертаниея будущего рома́на τό διάγραμμα τοῦ μελλοντικοῦ μυθιστορήματος. -
6 circular chart
= circular diagram; pie diagram; pie chart; sector chartFrench\ \ diagramme circulaire; graphique à secteurs; diagramme à secteursGerman\ \ KreisdiagrammDutch\ \ cirkeldiagram; taartdiagramItalian\ \ grafico circolare; grafico a settoriSpanish\ \ gráfico circular; gráfico de sectores; diagrama de sectoresCatalan\ \ diagrama de pastís; gràfic de sectors; diagrama circularPortuguese\ \ diagrama circular; diagrama de queijo; gráfico de sectores; diagrama de sectores; gráfico de pizza (bra); diagrama de pizza (bra)Romanian\ \ diagramă circulară; diagramă "placintă"; cerc de structură; diagramă de structurăDanish\ \ lagkagediagramNorwegian\ \ rundskrivet diagram; sirkulær diagram; sektordiagramSwedish\ \ cirkeldiagramGreek\ \ κυκλικό διάγραμμα ή διάγραμμα πίταςFinnish\ \ sektoridiagrammi; piirakkakuvio; ympyräkuvioHungarian\ \ kördiagramTurkish\ \ dairesel grafik; pasta diyagramı; dilimli diyagramı; sektör grafiğiEstonian\ \ sektordiagramm; ringdiagrammLithuanian\ \ skritulinė diagramaSlovenian\ \ prikaz s krogi; strukturni krogPolish\ \ wykres kołowy; karta kołowa; wykres struktury; diagram struktury; wykres sektorowyRussian\ \ секторная диаграмма; круговая диаграммаUkrainian\ \ кругова діаграмаSerbian\ \ -Icelandic\ \ kringlurit; skífuritEuskara\ \ diagrama zirkularra; pie diagrama; pie grafikoa; sektore diagramaFarsi\ \ nemoodare dayere-eePersian-Farsi\ \ نمودار کلوچهاي; نمودار قطاعيArabic\ \ الدائرة البيانيةAfrikaans\ \ sektorkaart; sektordiagramChinese\ \ 圆 形 ( 结 构 ) 图; 圆 形 结 构 图 , 饼 分 图Korean\ \ 원도표, 원그림 -
7 circular histogram
= polar wedge diagram; rose diagramFrench\ \ histogramme circulaireGerman\ \ KreishistogrammDutch\ \ cirkelhistogram; circulair histogramItalian\ \ istogramma circolare; diagramma a cumeo polareSpanish\ \ histograma circularCatalan\ \ histograma circularPortuguese\ \ histograma circular; diagrama em cunha polar; gráfico de radarRomanian\ \ formulă circularăDanish\ \ cirkulære histogram; polar kile diagram; steg diagramNorwegian\ \ rundskrivet histogramSwedish\ \ kompassrosdiagramGreek\ \ εγκύκλιος ιστόγραμμα; πολικές διάγραμμα σφήνα; αυξήθηκαν διάγραμμαFinnish\ \ ympyränmuotoinen histogrammi; piirakkakuvio; vaihtoehtoinen nimitys piirakkakuviolle tai ruusudiagrammille; ruusudiagrammiHungarian\ \ körhisztogram; poláris ékdiagram; rózsadiagramTurkish\ \ dairesel histogram; kutupsal takoz diyagramı; gül diyagramıEstonian\ \ ringhistogramm; tuulte roosLithuanian\ \ skritulinė histogramaSlovenian\ \ krožno histogram; polar primeža diagramPolish\ \ histogram kołowy; wykres biegunowo-trójkątny; wykres róży (forma prezentacji graficznej pogrupowanych danych kątowych)Russian\ \ круговая гистограммаUkrainian\ \ кругова гістограмаSerbian\ \ -Icelandic\ \ hringlaga súlurit; ísbjarna wedge skýringarmynd; hækkaði skýringarmyndEuskara\ \ zirkular histograma; igo diagramaFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ المضلع الدائري ؛ الشكل الزهريAfrikaans\ \ sirkelhistogram; poolwigdiagram; roosdiagramChinese\ \ 圆 形 直 方 图; 极 线 楔 形 图; 罗 盘 形 图Korean\ \ 원형히스토그램; 장미도표 -
8 график
-а α.1. διάγραμμα•график движения поездов διάγραμμα κίνησης των τραίνων.
2. πρόγράμμα εργασίας•работать по -у εργάζομαιμε πρόγραμμα•
выйти из -а παραβιάζω το πρόγραμμα.
3. χαράκτης, σχεδιογράφος• καλλιγράφος. -
9 гидрограф
1. (график) το υδρογραφικό διάγραμμα/πίνακας 2. (специальность) о υδρογράφος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гидрограф
-
10 график
1. (изображение функциональных зависимостей) το διάγραμμα 2. (распи-сание, план) το πρόγραμμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > график
-
11 изображение
1. (картина, рисунок) η εικόν/α, η απεικόνισηувеличивать - μεγεθύνω την -, κάνω μεγέθυνση της - αςуменьшать - σμικρύνω/μικραίνω την -, κάνω σμίκρυνση της - αςрадиолокационное - η εικόνα/το στίγμα στο ραντάρрезкое - έντονη -, ευδιάκριτη -2. опт. η εικόναраздвоенное (тлв.) - διπλή -чёткое - ευδιάκριτη -, καθαρή -3. мат. το σχήμα, η παράσταση· аксонометрическое - αξονομετρικό - 4. (действие) η αναπαράσταση, η απεικόνισηграфическое - γραφική -, το διάγραμμαтопографическое - τοπογραφική -, η τοπογραφική αποτύπωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изображение
-
12 коррелограмма
το διάγραμμα συσχετισμούο πίνακας συσχετισμούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > коррелограмма
-
13 коррелятограмма
το διάγραμμα συσχέτισης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коррелятограмма
-
14 масштаб
η κλίμαξ, разг. η κλίμακαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > масштаб
-
15 микроплан
(местности) το μικροσχε-διάγραμμα (του χώρου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > микроплан
-
16 начертание
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > начертание
-
17 поляра
ав. το πολικό διάγραμμα, η καμπύλη των πολικών συντεταγμένων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поляра
-
18 цикл
ο κύκλ/ος, το κύκλωμαвключать оборудование в замкнутый - συνδέω τον εξοπλισμό σε κλειστό - о выходить из - а βγαίνω από τον - οорнитиновый хим. - της ορνιθίνηςпредельный - эл. οριακός -сердечный - мед. καρδιακός -- του OttoРусско-греческий словарь научных и технических терминов > цикл
-
19 чертёж
το σχέδι/ο, το διάγραμμαразбирать - в натуральных размерах мор. χαράζω/χαράσσω το - σε φυσικά μεγέθηстроительный - οικοδομικό -, κατασκευαστικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > чертёж
-
20 эпюр, эпюра
το διάγραμμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > эпюр, эпюра
См. также в других словарях:
διάγραμμα — figure marked out by lines neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάγραμμα — το 1. σχεδιάγραμμα ενός αντικειμένου: Παραγγείλαμε σε μηχανικό το διάγραμμα του οικοπέδου μας. 2. γραφική παράσταση της πορείας και των μεταβολών που υφίσταται μια κατάσταση ή ένα φαινόμενο: Σε όλα τα νοσοκομειακά κρεβάτια υπάρχει κρεμασμένη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διάγραμμα — Όρος που χαρακτηρίζει έναν τρόπο παράστασης μιας πραγματικής συνάρτησης, μιας πραγματικής μεταβλητής. Η παράσταση αυτή γίνεται συνηθέστερα κατά γεωμετρικό τρόπο. Είναι γνωστά κυρίως το καρτεσιανό δ. και το πολικό δ. μιας συνάρτησης του είδους που … Dictionary of Greek
ιστόγραμμα ή ιστορική παράσταση — Διάγραμμα που παριστάνει τη γραφική παράσταση κατανομών συχνότητας. Το ι. είναι πολύ χρήσιμο για την παράσταση ασυνεχών ιστορικών σειρών. Για παράδειγμα, στον πρώτο πίνακα, στον οριζόντιο άξονα είναι σημειωμένα τα ακαδημαϊκά έτη από το 1945 46… … Dictionary of Greek
διαγραμμάτων — διάγραμμα figure marked out by lines neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγράμμασι — διάγραμμα figure marked out by lines neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγράμμασιν — διάγραμμα figure marked out by lines neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγράμματα — διάγραμμα figure marked out by lines neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγράμματι — διάγραμμα figure marked out by lines neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγράμματος — διάγραμμα figure marked out by lines neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακοομετρία — Σύνολο πειραματικών μεθόδων, οι οποίες επιτρέπουν να προσδιοριστεί ποσοτικά η ακουστική ικανότητα ενός ατόμου. Με τη στενή του έννοια, ο όρος σημαίνει έναν περιορισμένο αριθμό μεθόδων μέτρησης και ιδιαίτερα αυτές που μπορούν να προσφέρουν σε έναν … Dictionary of Greek